- φαρμασόνος
- ο, Νβλ. φραμασόνος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φαρμασόνος — φαρμασόνος, ο και φραμασόνος, ο θηλ. όνα (λ. ιταλ.) 1. ο μασόνος, ο ελεύθερος τέκτονας. 2. (με παρετυμολογία από το φαρμάκι) πικρόχολος, κακεντρεχής: Δεν ακούς καλή κουβέντα απ αυτόν είναι φαρμασόνος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
фармазон — род. п. а, народн. армизон, череповецк. (Герасим.), стар. фран масон (Пушкин), польск. farmazon. Из франц. franc mac̨on, буквально вольный каменщик ; см. Брюкнер 118; Малиновский, РF I,307; Карлович 152. Перестановку r в польск. Малиновский… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
μασόνος — ο 1. τέκτων, ελευθεροτέκτων, αλλ. φραμασόνος και φαρμασόνος 2. μτφ. α) άνθρωπος ύπουλος, με ύποπτες προθέσεις β) άνθρωπος επίμονος, πεισματάρης, δύσκολος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. massone «τέκτων, κτίστης»] … Dictionary of Greek
φραμασόνος — και φαρμασόνος, ο, Ν ο μασόνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. frammassone < αγγλ. freemason < free «ελεύθερος» + mason «μασόνος, τέκτονας»] … Dictionary of Greek
farmazon — FARMAZÓN, OÁNĂ, farmazoni, oane, s.m. şi f. (pop.) Vrăjitor. ♦ fig. Om şiret, viclean. – Din rus. farmazon. Trimis de cornel, 06.05.2004. Sursa: DEX 98 FARMAZÓN s. v. vrăjitor. Trimis de siveco, 13.09.2007. Sursa: Sinonime … Dicționar Român
φραμασόνος — ο βλ. φαρμασόνος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)